εκατοντάβαθμος

εκατοντάβαθμος
-η, -ο
που έχει εκατό βαθμούς, που είναι διαιρεμένος σε εκατό βαθμούς: Εκατοντάβαθμο θερμόμετρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκατοντάβαθμος — η, ο αυτός που έχει εκατό βαθμούς, αυτός που διαιρείται σε εκατό βαθμούς («εκατοντάβαθμο θερμόμετρο») …   Dictionary of Greek

  • εκατό — οι, τα άκλ. αριθμ. απόλ. 1. δηλώνει ποσότητα δέκα δεκάδων (10 x 10 = 100). 2. σε φράσεις που δηλώνουν χρόνο χρησιμοποιείται συχνά στη θέση του τακτ. αριθμ. εκατοστός: Ο παππούς κοντεύει τα εκατό (το εκατοστό έτος της ηλικίας του). – Το εκατό μ.Χ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”